- ἐπιμηθής
- ἐπιμηθής, ές,A thoughtful, Theoc.25.79. Adv. -θέως carefully, Herod.3.94.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιμηθής — ἐπιμηθής, ές (Α) σκεπτικός, προσεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * μηθής (< *μήθος, αμάρτυρος τ. ο οποίος σχετίζεται πιθ. με το μανθάνω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. προ μηθής)] … Dictionary of Greek
ἐπιμηθεστέρων — ἐπιμηθής thoughtful fem gen comp pl ἐπιμηθής thoughtful masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμηθέα — ἐπιμηθής thoughtful neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐπιμηθής thoughtful masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμηθές — ἐπιμηθής thoughtful masc/fem voc sg ἐπιμηθής thoughtful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμηθεστέρους — ἐπιμηθής thoughtful masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμηθέος — ἐπιμηθής thoughtful masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμηθέστεροι — ἐπιμηθής thoughtful masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμηθέως — ἐπιμηθής thoughtful adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμηθῶς — ἐπιμηθής thoughtful adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμηθεῖ — ἐπιμηθέομαι think of afterwards pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπιμηθής thoughtful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιμηθής thoughtful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμηθεύομαι — ἐπιμηθεύομαι (Μ) [επιμηθής] σκέφτομαι κάτι, κατανοώ τη σημασία του όταν είναι πια αργά … Dictionary of Greek